- ροιά
- η / ῥοιά, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοιή και ῥόα και ῥοά και ῥοή Αλόγια ονομασία τής ροδιάςνεοελλ.1. εκρηκτικό βλήμα, παλαιός τύπος χειροβομβίδας που είχε σχήμα ροδιού2. φρ. «ροιά φλογοβόλος» — διακοσμητική αναπαράσταση τού βλήματος με φλόγα να βγαίνει από το στόμιό του, διακριτικό τής στολής τών αξιωματικών τού Πυροβολικού και παλαιότερα τής Χωροφυλακήςαρχ.1. ο καρπός τής ροδιάς, το ρόδι2. εξόγκωμα, ρόζος σε σχήμα ροδιού3. (στον τ. ῥοα) κρόσσι υφαντό ή μετάλλινο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης ετυμολ., ονομασία φυτού, η οποία εμφανίζει κατάλ. -ίᾱ / -ιή / -α (πρβλ. χρο-ιά / -ιή / -α < χρώς). Κατά μία άποψη, πρόκειται για δάνεια λ., ενώ κατ' άλλη άποψη, η λ. ῥοιά / ῥόα (< ῥοFιά) παράγεται από την ετεροιωμένη βαθμίδα τού ρ. ῥέω (πρβλ. ῥοῦς / ῥόFος) με κατάλ. -ιά (πρβλ. σκοπ-ιά). Η σύνδεση αυτή με το ρ. ῥέω οφείλεται είτε στον πλούσιο, άφθονο χυμό τού καρπού τής ροδιάς είτε, κατ' άλλους, στις καθαρτικές ιδιότητές του (για τη σύνδεση αυτή πρβλ. και τα: ῥοῦς, ῥύτρος, επίσης ονομασίες φυτών)].
Dictionary of Greek. 2013.